ἐπῃωρεῖτο

ἐπῃωρεῖτο
ἐπαιωρέω
keep hovering over
imperf ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επαιωρώ — ἐπαιωρῶ, έω (Α) 1. κρατώ κάτι μετέωρο πάνω από κάποιον 2. μέσ. αιωρούμαι, κρέμομαι από κάτι, επιπλέω 3. μέσ. επικρέμαμαι, επίκειμαι, επαπειλώ 4. μέσ. διεξάγω κάτι αμελώς, με νωθρότητα («ἐπηωρεῑτο τῷ πολέμῳ», Πλούτ.) 5. μέσ. αυξάνω, εξογκώνομαι 6 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”